- Οἴακα
- Οἴαξhandle of ruddermasc acc sgΟἶαξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἴακα — οἴᾱκα , οἴαξ handle of rudder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴακ' — Οἴακα , Οἴαξ handle of rudder masc acc sg Οἴακι , Οἴαξ handle of rudder masc dat sg Οἴακε , Οἴαξ handle of rudder masc nom/voc/acc dual Οἴακα , Οἶαξ masc acc sg Οἴακι , Οἶαξ masc dat sg Οἴακε , Οἶαξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἴαχ' — Οἴακα , Οἴαξ handle of rudder masc acc sg Οἴακι , Οἴαξ handle of rudder masc dat sg Οἴακε , Οἴαξ handle of rudder masc nom/voc/acc dual Οἴακα , Οἶαξ masc acc sg Οἴακι , Οἶαξ masc dat sg Οἴακε , Οἶαξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιάκιση — η (Μ οἰάκισις) [οιακίζω] 1. η μετακίνηση τού πηδαλίου μέσω τού οίακα, η πηδαλιουχία, το τιμονιάρισμα 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς τον οίακα 3. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διαχείριση … Dictionary of Greek
οιακηδόν — οἰακηδόν (Α) επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο τού οίακα, σαν τιμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πρυμν ηδόν)] … Dictionary of Greek
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν … Dictionary of Greek
οιάκισμα — το (ΑΜ οἰάκισμα) [οιακίζω] 1. ο χειρισμός τού οίακα 2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.) … Dictionary of Greek
οιάκωσις — οἰάκωσις, ἡ (Α) η μετακίνηση τού πηδαλίου τού σκάφους με τον χειρισμό τού οίακα, οιάκιση, οιάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + κατάλ. ωσις (πρβλ. ρυτίδ ωσις)] … Dictionary of Greek
οιακίζω — (Α οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω) 1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα τού πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.) 2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ… … Dictionary of Greek